- παρεκλέγοντα
- παρεκλέγωcollect covertlypres part act neut nom/voc/acc plπαρεκλέγωcollect covertlypres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρεκλέγω — Α 1. κρυφά συλλέγω ή εισπράττω προς ίδιον όφελος («εἶναί τινα καὶ κλέπτην καὶ παρεκλέγοντα τὰ κοινά», Δημοσθ. ιδιοποιείται, σφετερίζεται τα δημόσια χρήματα) 2. (για πτηνά) συλλέγω τροφή εδώ κι εκεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ἐκλέγω (Ι) «διαλέγω,… … Dictionary of Greek